Η απόφαση της Τουρκίας για εποικισμό της περίκλειστης, κατεχόμενης περιοχής της Αμμοχώστου σηματοδοτεί μία άκρως αρνητική εξέλιξη, η οποία ξεχωρίζει ανάμεσα στις αρνητικές εξελίξεις των τελευταίων 46 χρόνων ύπαρξης του κυπριακού προβλήματος, ως προβλήματος εισβολής και κατοχής. Η τουρκική αυτή απόφαση παραβιάζει – ως συνήθως – τα ψηφίσματα των Ηνωμένων Εθνών, επιπρόσθετα, όμως, παραβιάζει και την ίδια τη Συμφωνία Υψηλού Επιπέδου Κυπριανού – Ντενκτάς του 1979∙ παραβιάζει δηλαδή την ίδια την υπογραφή της τουρκικής πλευράς. Κυρίως όμως, η νέα αυτή προκλητική και επιθετική απόφαση της Τουρκίας, επιβεβαιώνει, για πολλοστή φορά, ότι η Τουρκία δεν έχει την παραμικρή διάθεση, ή βούληση, για σωστή – και άρα βιώσιμη – λύση του Κυπριακού.
Έχουν περάσει πάνω από επτάμιση χρόνια διαχείρισης του Κυπριακού από τον Πρόεδρο Αναστασιάδη και τον ΔΗΣΥ και είναι περισσότερο από εμφανές το γεγονός, ότι η διαχείριση αυτή έχει αποτύχει παταγωδώς. Προφανώς και η διακυβέρνηση Αναστασιάδη δεν φέρει ευθύνη για τις τουρκικές αποφάσεις· φέρει όμως ακέραιη ευθύνη για τα επτάμιση χρόνια ψευδαισθήσεων, λανθασμένων εκτιμήσεων, επικοινωνιακών καφέδων και ζιβανιών, υποβάθμισης της κρατικής οντότητας της Κυπριακής Δημοκρατίας, «αγιοποίησης» του Τουρκοκύπριου ηγέτη και πίστωσης καλών προθέσεων στην Τουρκία και στον Ταγίπ Ερντογάν.
Ενώ, λοιπόν, πριν από 15 χρόνια η συζήτηση στην Ευρωπαϊκή Ένωση και στην Κύπρο, αναφορικά με την Αμμόχωστο, περιστρεφόταν μόνο γύρω από την πρωτοβουλία και πρόταση του Τάσσου Παπαδόπουλου,
σήμερα παρακολουθούμε την Τουρκία να προχωρεί στον εποικισμό και της περίκλειστης περιοχής της Αμμοχώστου (με το οδόφραγμα Δερύνειας να έχει ανοίξει και να εξυπηρετεί κυρίως τους Τουρκοκύπριους).
Θα μπορούσαμε να συζητούμε για ώρες για την αποτυχημένη πολιτική που εφαρμόστηκε την περίοδο μετά τη διακυβέρνηση του Τάσσου Παπαδόπουλου, όμως, αυτή την ώρα, προέχει η όσο το δυνατόν μεγαλύτερη ενότητα και συλλογικότητα για αντιμετώπιση της εξαιρετικά δύσκολης και επικίνδυνης κατάστασης.
Μπροστά σε αυτή την εξέλιξη, οφείλουμε να αξιολογήσουμε ορθά, ρεαλιστικά και αντικειμενικά τη σοβαρότητά της και, κυρίως, οφείλουμε να δράσουμε με τους πολιτικούς και διπλωματικούς τρόπους που έχουμε στη διάθεσή μας, ως Κυπριακή Δημοκρατία. Τόσο με την άμεση προσφυγή στο Συμβούλιο Ασφαλείας των Ηνωμένων Εθνών και τη διεθνή διπλωματική εκστρατεία ενημέρωσης όλων των χωρών, όσο και με τη διεκδίκηση αυστηρών κυρώσεων της Ευρωπαϊκής Ένωσης κατά της Τουρκίας, προκειμένου να προκαλέσουμε κόστος στην κατοχική δύναμη για αυτή την επιθετική ενέργεια, να αποτρέψουμε ενδεχόμενες νέες επιθετικές ενέργειες και να ενισχύσουμε, όσο μπορούμε, τη διαπραγματευτική θέση της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ελληνοκυπριακής κοινότητας. Δυστυχώς, η τουρκική πολιτική δεν επιτρέπει ούτε ψευδαισθήσεις, ούτε αφελείς εκτιμήσεις, ούτε επικοινωνιακά κόλπα εξυπηρέτησης ενός «καλού κλίματος», το οποίο ουδέποτε υπήρξε στην πραγματικότητα.