Πλησιάζει το τέλος του 2022 και δεν θα ήταν υπερβολική η εκτίμηση πως η Κύπρος βρίσκεται στο πλέον οριακό και κρίσιμο σημείο της σύγχρονης Ιστορίας της.
Η συνεχιζόμενη τουρκική κατοχή εξακολουθεί να κρατά το νησί μας σκλαβωμένο, η δε Τουρκία επιδίδεται καθημερινώς σε μια επιθετική και απειλητική ρητορική και δράση, επί του εδάφους και στη θάλασσα, ενώ, απομακρύνεται διαρκώς από όσα έχουν συμφωνηθεί εδώ και 48 χρόνια από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων, καθώς και από τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τους όρους εντολής των Καλών Υπηρεσιών του Γενικού Γραμματέα του και τις σχετικές αποφάσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Αρνητικό αποτέλεσμα της συνεχιζόμενης τουρκικής κατοχής είναι, δυστυχώς, και η εργαλειοποίηση των αιτητών Ασύλου από την Τουρκία, η οποία ενεργεί ως ένας σύγχρονος έμπορος ανθρώπων και προκαλεί στις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας το μεγαλύτερο πρόβλημα μετά την τουρκική κατοχή αυτή καθ’ αυτή καθώς είναι αδύνατο για ένα μικρό κράτος, με συγκεκριμένες και περιορισμένες εδαφικές και δημοσιονομικές δυνατότητες, να υποδέχεται, να σιτίζει, να στεγάζει, να περιθάλπει και γενικώς να φροντίζει, καθημερινώς, αιτητές Ασύλου όταν αυτοί αθροίζουν το ιδιαιτέρως υψηλό ποσοστό 6% του ντόπιου πληθυσμού.
Επιπρόσθετα, το πολύ υψηλό κόστος Ενέργειας, ο αυξημένος πληθωρισμός και η γενικότερη μεγάλη ακρίβεια, και μάλιστα στον απόηχο της οικονομικής χρεοκοπίας του 2013, της Πανδημίας του 2020 και στη σκιά της συνεχιζόμενης ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία, προκαλούν μια εγχώρια, ευρωπαϊκή, αλλά και διεθνή κρίση στο παρόν και μια μεγάλη αβεβαιότητα για το μέλλον, που επηρεάζουν δυσμενώς την προσωπική και οικογενειακή πρόοδο των ανθρώπων, καθώς και την οικονομική και κοινωνική ανάπτυξη της πατρίδας μας.
Και σαν να μην έφταναν όλα αυτά, η παρούσα πολιτικοκοινωνική κατάσταση χαρακτηρίζεται και από τη μειωμένη εμπιστοσύνη των πολιτών προς τους πολιτειακούς και, κυρίως, προς τους πολιτικούς θεσμούς και τα πολιτικά πρόσωπα.
Μέσα σε αυτό το τοπικό και διεθνές περιβάλλον, η ευθύνη όλων μας, θεσμών και προσώπων, είναι μεγάλη, καθοριστική και ιστορική. Με δεδομένο ότι η Ευρωπαϊκή Ένωση ορίζει, ορθώς και σε μεγάλο βαθμό, το πλαίσιο μέσα στο οποίο ενεργούμε οι χώρες μέλη της, αλλά και με δεδομένη την ύπαρξη του πλαισίου που δημιουργείται
από το Σχέδιο Ανάκαμψης και Ανθεκτικότητας της Ευρωπαϊκή Ένωσης και, ειδικότερα για τη χώρα μας, το Σχέδιο «Κύπρος το Αύριο», για μια πιο ανθεκτική, πιο ψηφιακή και πιο πράσινη Οικονομία,
από το Σχέδιο ΌΡΑΜΑ 2035, ως ένα αναπτυξιακό μοντέλο με περισσότερους από 270 τομείς πολιτικής δράσης, αλλά και
από τον Κρατικό Προϋπολογισμό του 2023 και το Μεσοπρόθεσμο Δημοσιονομικό Πλαίσιο,
είναι προφανές πως το μεγαλύτερο βάρος της ευθύνης για το μέλλον εναποτίθεται στους πολιτειακούς θεσμούς, δηλαδή, στα πρόσωπα που τους υπηρετούν.
Όπως ανέφερα πρόσφατα και από το βήμα της Βουλής των Αντιπροσώπων, δεν είναι όραμα που κυρίως λείπει από την Κύπρο∙ είναι η αποτελεσματικότητα, η ενότητα και η συλλογικότητα του πολιτικού προσωπικού, που λείπουν.
Μέσα στο ευρωπαϊκό και διεθνές περιβάλλον του 2023 και των χρόνων που έρχονται, η Κυπριακή Δημοκρατία πρέπει να ξεπεράσει τον καλύτερο εαυτό της, προκειμένου να οχυρωθεί, να υπερασπίσει τη νομιμότητα και ύπαρξή της και να διασφαλίσει τη συνέχιση, τη διατήρηση και την ενίσχυσή της.
Γι’ αυτά, επιβάλλεται ενότητα, συλλογικότητα και αποτελεσματικότητα. Επιβάλλεται να αρχίσουμε να συμφωνούμε, και, όπου δικαιολογείται, να διαφωνούμε, αλλά για το παρόν και το μέλλον, όχι για το παρελθόν. Δεν έχουμε οποιοδήποτε λόγο να δικαιωθούμε για το παρελθόν, αν δεν δικαιώσουμε την κοινωνία στο παρόν και στο μέλλον.
Αυτές οι αρχές οδήγησαν το Δημοκρατικό Κόμμα και τον Νικόλα Παπαδόπουλο στην υπέρβαση και στην πολιτική απόφαση να στηρίξουμε στις επερχόμενες Προεδρικές Εκλογές τον Νίκο Χριστοδουλίδη, έναν ανεξάρτητο υποψήφιο, που δεν προέρχεται από τις τάξεις μας. Ένα πρόσωπο με αδιαμφισβήτητα θετικά χαρακτηριστικά, που ενώνει, στο μέγιστο δυνατό βαθμό, την κοινωνία και δημιουργεί ήδη τις συνθήκες για ενότητα, συλλογικότητα και αποτελεσματικότητα.