Η προσδοκία για το 2023

Πριν ένα χρόνο, στην απαρχή του 2022, είχα δημοσιεύσει εδώ στον Φιλελεύθερο ένα άρθρο με τίτλο «Το 2022 θα είναι καλύτερο», εκφράζοντας έτσι την αισιοδοξία μου για τη νέα χρόνια που άρχιζε.

Ήταν, τελικά, καλύτερο το 2022 σε σύγκριση με το 2021; Δυστυχώς, η απάντηση δεν μπορεί να είναι θετική και η διάψευση της αισιοδοξίας μου δεν μπορούσε να ήταν πιο εκκωφαντική… Όταν μια χρονιά ξεχωρίζει για ένα νέο πόλεμο, που άρχισε με την καταδικαστέα ρωσική εισβολή στην Ουκρανία και, μάλιστα, για ένα νέο πόλεμο στην ευρωπαϊκή ήπειρο, η οποία τις τελευταίες δεκαετίες υπήρξε το πλέον ειρηνικό πεδίο του πλανήτη, είναι προφανές ότι δεν μπορεί να κριθεί ως καλύτερη…

Ένας νέος πόλεμος, με θανάτους, τραυματισμούς και ξεριζωμό χιλιάδων ανθρώπων, καθώς και με ανυπολόγιστες καταστροφές σε κάθε είδους υποδομές, που σε συνδυασμό με τον πόλεμο στη Συρία και την ευρύτερη έκρυθμη κατάσταση στη Μέση Ανατολή, αλλά και στη βόρεια Αφρική, θέτουν σε διαρκή δοκιμασία τις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης και της Μεσογείου, με όλες τις αρνητικές συνέπειές τους. Κι ενώ, ασφαλώς, δεν μπορεί να γίνεται οποιαδήποτε σύγκριση ανάμεσα στις ανθρώπινες απώλειες και καταστροφές όσων βιώνουν ένα πόλεμο στη χώρα τους και στις αρνητικές συνέπειες που προκύπτουν σε γειτονικές χώρες, θα ήταν μη-ρεαλιστική οποιαδήποτε υποβάθμιση αυτών των αρνητικών συνεπειών και γενικώς των αλυσιδωτών επιπτώσεων του νέου αυτού πολέμου, σε όλες τις πτυχές της οικονομικής και κοινωνικής ζωής σε ολόκληρη την Ευρώπη, αλλά και σε ολόκληρο τον Κόσμο.

Θα μπορούσε, επομένως, το 2023 να είναι καλύτερο από το 2022 ή, ακόμα και από το 2021; Η απάντηση σε αυτό το ερώτημα εξαρτάται απολύτως, θα λέγαμε, από το αν θα λήξει ο πόλεμος επί ουκρανικού εδάφους ή αν θα συνεχίσει. Και αυτό δεν παραπέμπει μόνο στα ενδεχόμενα να βελτιωθεί η κατάσταση ή να παραμείνει ως έχει, αλλά παραπέμπει, δυστυχώς, και στο ενδεχόμενο να εξελιχθεί ακόμα χειρότερα.

Η συνεχιζόμενη σύγκρουση ΗΠΑ/Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία, επί ουκρανικού εδάφους, δεν δημιουργεί πρόβλημα μόνο για τους λόγους που αναφέρονται πιο πάνω, αλλά εγκυμονεί πρόσθετους κινδύνους για ολόκληρη την ασφάλεια και τη σταθερότητα στην Ευρώπη και στην ανατολική Μεσόγειο, καθώς χώρες όπως η Τουρκία, με διαχρονική επιτήδεια, διπλοπρόσωπη, ανέντιμη και επιθετική πολιτική εκμεταλλεύονται τέτοιες γεωπολιτικές συγκυρίες για εδραίωση του επεκτατισμού τους. Χαρακτηριστικό και πιο πρόσφατο παράδειγμα της τουρκικής πρακτικής είναι οι εξελίξεις στη Συρία, οι οποίες έχουν μεν άλλες αιτίες και διαφορετικές αφορμές, παραμένουν δε ενδεικτικές των σχεδιασμών της Τουρκίας.

Η άμεση, λοιπόν, προσδοκία για το 2023 πρέπει να είναι ο τερματισμός της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία και, εν πάση περιπτώσει, η επικράτηση της ειρήνης και της διπλωματίας, το συντομότερο δυνατό και με τον πιο αμοιβαία αποδεκτό τρόπο. Διαφορετικά, η Ευρώπη, η Ασία, η Μέση Ανατολή και η Μεσόγειος θα βρίσκονται σε μια διαρκή περιδίνηση, η οποία θα παρασέρνει στο επίκεντρο του στροβιλισμού της κάθε υπαρκτή κρίση και κάθε άλυτο πρόβλημα, ενισχύοντας τη θέση των ισχυρών και απολυταρχικών χωρών και υπονομεύοντας τη θέση των υπολοίπων.

Είναι, βεβαίως, σημαντικό να τονίσουμε ότι αυτή η ρεαλιστική και δυσάρεστη εκτίμηση δεν επιτρέπει παθητική αναμονή. Δεν πρέπει, δηλαδή, να παρακολουθούμε αδρανείς τις εξελίξεις και τα γεγονότα, αλλά οφείλουμε, ως Πολιτεία, να εργαζόμαστε πολιτικά, οικονομικά, ενεργειακά, διπλωματικά, αμυντικά και γεωστρατηγικά για ενίσχυση της υπόστασης και του ρόλου της Κυπριακής Δημοκρατίας, ακριβώς για να είμαστε σε θέση να αξιοποιήσουμε τις ευκταίες θετικές εξελίξεις και να αντιμετωπίσουμε τις όποιες αρνητικές

Πρώτη δημοσίευση: Φιλελεύθερος
Σαρώστε το κείμενο για να το ακούσετε