Η τουρκική κατοχή της Κύπρου, τα σημεία διέλευσης προς και από τα κατεχόμενα και η πανδημία του Κορωνοιού

Πολύς λόγος γίνεται αυτές τις μέρες, για τα σημεία διέλευσης προς και από τα κατεχόμενα από τον τουρκικό στρατό εδάφη της Κυπριακής Δημοκρατίας – τα οδοφράγματα, όπως είναι ο όρος που χρησιμοποιείται ευρέως –, για τους περιορισμούς, που νόμιμα και τεκμηριωμένα εφαρμόζει η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας, λόγω της πανδημίας του Κορωνοιού και για το κλείσιμό τους, που επέβαλε το κατοχικό ψευδοκράτος, επίσης λόγω της πανδημίας.

Τα οδοφράγματα, λοιπόν, βρίσκονται κατά μήκος της «νεκρής ζώνης» (δηλαδή, της περιοχής ανάμεσα στην προκεχωρημένη γραμμή άμυνας της Εθνικής Φρουράς και την γραμμή καταπαύσεως του πυρός του τουρκικού κατοχικού στρατού, ως είχαν την 16η Αυγούστου 1974), γνωστής και ως «πράσινης γραμμής», μήκους 180 περίπου χιλιομέτρων, η οποία εκτείνεται από τα δυτικά προς τα ανατολικά του νησιού και χωρίζει την Κύπρο στις ελεύθερες περιοχές, δηλαδή στις περιοχές που ελέγχονται νόμιμα από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας και στις κατεχόμενες περιοχές, δηλαδή αυτές που, μετά την παράνομη τουρκική εισβολή του 1974,  τελούν υπό τον έλεγχο του τουρκικού κατοχικού στρατού.

Από το καλοκαίρι του 1974, όταν έγινε η τουρκική εισβολή, μέχρι την άνοιξη του 2003, αυτή η γραμμή κατάπαυσης του πυρός και τα οδοφράγματα, που έστησε ο τουρκικός κατοχικός στρατός, ήταν αδιαπέραστα, στερώντας από τους Ελληνοκύπριους τα ανθρώπινα δικαιώματα και τις βασικές ελευθερίες τους, ένα εκ των οποίων είναι και το θεμελιώδες δικαίωμα της ελεύθερης διακίνησης. Τον Απρίλιο του 2003, το κατοχικό καθεστώς αποφάσισε το γνωστό «άνοιγμα» των οδοφραγμάτων, που στην πράξη ήταν και παραμένει μια προσπάθεια της τουρκικής πλευράς για δημιουργία σημείων διέλευσης συνοριακού χαρακτήρα, που να ενισχύουν το τουρκικό μύθευμα που λέει ότι  «η “πράσινη γραμμή” δεν είναι γραμμή κατάπαυσης του πυρός, αλλά σύνορα ανάμεσα σε δύο κράτη», εννοώντας την Κυπριακή Δημοκρατία, από τη μία και την ούτω καλούμενη «Τουρκική Δημοκρατία της Βόρειας Κύπρου», δηλαδή το ψευδοκράτος, το οποίο αναγνωρίζεται μόνο από την Τουρκία, από την άλλη. Βέβαια, το λεγόμενο «άνοιγμα» των οδοφραγμάτων δεν ήταν ακριβώς άνοιγμα, αφού μιλάμε για 9, όλα κι όλα, σημεία διέλευσης, τα οποία «άνοιξαν» σταδιακά τα τελευταία 17 χρόνια και στα οποία η διέλευση δεν είναι ελεύθερη, καθώς το κατοχικό καθεστώς απαιτεί την επίδειξη διαβατηρίου ή ταυτότητας και πραγματοποιεί ελέγχους όμοιους με τους ελέγχους που γίνονται σε συνοριακούς σταθμούς.

Έκτοτε, οι εκάστοτε κυβερνήσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας, έστω και με διαφορετικές πολιτικές «αποχρώσεις», διαχειρίζονται το θέμα της διακίνησης μέσω των οδοφραγμάτων ως μια ειλικρινή προσπάθεια διασφάλισης του δικαιώματος ελεύθερης διακίνησης των Κυπρίων (Ελληνοκυπρίων και Τουρκοκυπρίων) και Ευρωπαίων πολιτών εντός της χώρας, τηρώντας όλες τις απαραίτητες διαδικασίες (κάποιες επιβαλλόμενες και από την ίδια την Ευρωπαϊκή Ένωση), με δεδομένο το γεγονός ότι οι κατεχόμενες περιοχές ΔΕΝ ελέγχονται από την  κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας. Υπενθυμίζεται ότι, το πρωτόκολλο 10 της Συνθήκης Προσχώρησης στην Ευρωπαϊκή Ένωση αναφέρει ότι όλη η επικράτεια της Κυπριακής Δημοκρατίας εντάσσεται στην Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι η εφαρμογή του Κοινοτικού Κεκτημένου αναστέλλεται στις περιοχές της Κυπριακής Δημοκρατίας στις οποίες η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας δεν ασκεί αποτελεσματικό έλεγχο.

Αντίθετα, η τουρκική πλευρά εκμεταλλεύεται το όλο θέμα, για ενίσχυση του μυθεύματος περί «δύο κρατών», αναβάθμιση του κατοχικού καθεστώτος, υποβάθμιση της Κυπριακής Δημοκρατίας και αξιοποίηση των ευνόητων και πολλών οικονομικών οφελών από τη διακίνηση, ντόπιων και τουριστών.

Στα 17 χρόνια «ανοικτών» οδοφραγμάτων λοιπόν, οι Τουρκοκύπριοι δείχνουν να βολεύονται με το status quo, καθώς απολαμβάνουν, ταυτόχρονα, τόσο την ισχύ και την δήθεν «προστασία» της κατοχικής Τουρκίας, όσο και την ιδιότητα του Κύπριου και Ευρωπαίου πολίτη, εντός του νησιού και ολόκληρης της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Αξίζει να σημειωθεί, ότι ένα από τα οφέλη των «ανοικτών» οδοφραγμάτων για τους Τουρκοκύπριους, είναι η ευκολία με την οποία μπορούν να μεταβούν στις ελεύθερες περιοχές και να εκδώσουν διαβατήριο και ταυτότητα της Κυπριακής Δημοκρατίας∙ κάτι που δεν ήταν πρακτικώς εύκολο πριν το 2003.

Φτάνουμε λοιπόν στην άνοιξη του 2020, όταν ο Κορωνοιός επηρέασε και αυτή την πτυχή της καθημερινής ζωής στην Κύπρο. Από τις πρώτες μέρες εξάπλωσης του ιού, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας αποφάσισε, ορθώς, να κλείσει 4 από τα 9 οδοφράγματα, προκειμένου να εξοικονομήσει προσωπικό και πόρους για διενέργεια ορθών υγειονομικών ελέγχων στα υπόλοιπα 5 (2 εκ των οποίων βρίσκονται στο έδαφος των Βρετανικών Βάσεων). Ακολούθως, λόγω της έξαρσης που παρατηρήθηκε, η κυβέρνηση της Κυπριακής Δημοκρατίας εφαρμόζει στα «ανοικτά» οδοφράγματα τους ίδιους περιορισμούς που εφαρμόζει και στα άλλα σημεία εισόδου στις περιοχές που ελέγχει η Κυπριακή Δημοκρατία, όπως τα αεροδρόμια και τα λιμάνια. Δηλαδή, επιτρέπει την είσοδο, σε αυτές τις περιοχές, μόνο σε όσους έχουν ιατρικό πιστοποιητικό 4 ημερών αναφορικά με τον Κορωνοιό, ή σε όσους αποδέχονται να τεθούν σε καραντίνα, για 14 μέρες, σε χώρους που λειτουργούν με έξοδα του κράτους. Στον αντίποδα, το τουρκικό κατοχικό καθεστώς, με μερικές μέρες καθυστέρηση, έκανε αυτό που ήξερε να κάνει από το 1974 έως το 2003: έκλεισε τα οδοφράγματα.

Στην όλη αξιολόγηση της κατάστασης, κάτω από τον φακό αντιμετώπισης της πανδημίας, θα πρέπει να έχουμε υπόψη μας ότι είναι αδύνατον για τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας να γνωρίζουν εάν στις κατεχόμενες περιοχές εφαρμόζονται τα διεθνώς αποδεκτά και επικρατούντα μέτρα προστασίας από την πανδημία, ή έστω αν γίνονται με ορθό τρόπο οι προβλεπόμενες επιστημονικές αναλύσεις. Το κύριο πρόβλημα όμως, το οποίο επηρεάζει τη δημόσια υγεία σε ολόκληρο το νησί, είναι το ότι, παρά την πανδημία, συνεχίζεται αδιάκοπη η σύνδεση κατεχόμενης Κύπρου – Τουρκίας, μέσω των παράνομων λιμανιών και αεροδρομίων. Χαρακτηριστικά σημειώνεται ότι, πριν μερικές μέρες, πάνω από 600 Τούρκοι στρατιωτικοί και  οι οικογένειες τους, έφτασαν στην κατεχόμενη Κύπρο, από την Τουρκία, χωρίς κανένα διαγνωστικό έλεγχο και χωρίς να τεθούν σε καραντίνα. Γεγονός, που θορύβησε τους ίδιους τους Τουρκοκύπριους, που διαπιστώνουν ότι η Τουρκία δεν γνοιάζεται για την προστασία του νησιού από την πανδημία.

Έτσι, τις τελευταίες βδομάδες, παρουσιάζεται το εξής οξύμωρο φαινόμενο: Από τη μία, οι Ελληνοκύπριοι, στη συντριπτική πλειοψηφία τους, επιθυμούν συνέχιση της παρούσας κατάστασης των περιορισμών, κυρίως γιατί γνοιάζονται για προστασία της δημόσιας υγείας στις ελεύθερες περιοχές, αλλά και γιατί ενοχλούνται από την οικονομική εκμετάλλευση της διακίνησης από τους Τουρκοκύπριους. Από την άλλη, οι Τουρκοκύπριοι, για οικονομικούς λόγους, ζητούν «άνοιγμα» των οδοφραγμάτων και άρση των εμποδίων, παραλείποντας όμως να απευθυνθούν ευθέως στην τουρκική κατοχή, που επιβάλλει τα οδοφράγματα και τα εμπόδια, εδώ και 46 χρόνια. Παρεμπιπτόντως, στις κατεχόμενες περιοχές ανακοινώνονται εδώ και αρκετές μέρες μηδέν κρούσματα Κορωνοιού. Με δεδομένο ότι στις ελεύθερες περιοχές συνεχίζουν να εμφανίζονται κρούσματα, θα ανέμενε κανείς ότι οι Τουρκοκύπριοι δεν θα έπρεπε να θέλουν «άνοιγμα» των οδοφραγμάτων. Το γεγονός ότι το απαιτούν, αποδεικνύει ότι, ούτε οι Τουρκοκύπριοι εμπιστεύονται το τι ανακοινώνουν οι κατοχικές αρχές και παράλληλα, φανερώνει τη μεγάλη οικονομική εξάρτησή τους από τη διακίνηση.

Το τι θα γίνει στη συνέχεια, πρέπει να το καθορίσουν τα δεδομένα σε σχέση με την πανδημία. Είναι προφανές, ότι ελλείψει εμβολίου, δεν θα πρέπει οι ελεύθερες περιοχές να αφεθούν έρμαιο της αλόγιστης κατάστασης των κατεχόμενων περιοχών και της διαρκούς παράνομης σύνδεσης τους με την Τουρκία, όπου ο ρυθμός εξάπλωσης του Κορωνοιού ενδέχεται να είναι πολύ μεγαλύτερος και πιο επικίνδυνος, σε σύγκριση με το τι συμβαίνει στις περισσότερες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης.

Σε κάθε περίπτωση, η Κυπριακή Δημοκρατία ενεργεί, νόμιμα, ως ένα δημοκρατικό, ευρωπαϊκό κράτος, που, σε συνθήκες πανδημίας, έχει ως προτεραιότητά του την προστασία της δημοσίας υγείας, ενώ, το κατοχικό ψευδοκράτος ενεργεί, παράνομα, ως ένα καθεστώς που, ακόμα και σε συνθήκες πανδημίας, έχει ως προτεραιότητά του την πολιτική και οικονομική αναβάθμιση και αναγνώριση, εκμεταλλευόμενο κάθε γεγονός, ακόμα και αν αυτό θέτει σε κίνδυνο  ανθρώπινες ζωές. Άλλωστε, είναι γνωστή και ενδεικτική η πρόσφατη άρνηση πολιτικών κύκλων του κατοχικού ψευδοκράτους να παραλάβουν φαρμακευτική βοήθεια από τις Αρχές της Κυπριακής Δημοκρατίας, την ίδια ώρα που αναζητούν βοήθεια από το εξωτερικό, προκειμένου να πετύχουν, μέσω της, κάποιου είδους αναγνώριση.

Πρώτη δημοσίευση: SLPress
Σαρώστε το κείμενο για να το ακούσετε