The Parliamentary Elections of 2021 in Cyprus mark a new chapter in the history of the Republic of Cyprus, not only due to the Covid-19 pandemic and its effects but also in terms of the political agenda, the outcome and the post-election scene. The article refers to the major political agenda topics, the unprecedented absence of the Cyprus issue as a major component in the run to the elections and how both are reflected in the electoral results. The article also deals with the traditional parties’ declining influence on the electoral body and the impressive rising of the nationalist, extreme right-wing. It also refers to the continuous ambiguity regarding the current power game between the political parties and the government, as they head towards the Presidential Elections of 2023.
Την Κυριακή, 30 Μαΐου 2021, διεξήχθησαν στην Κύπρο οι εκλογές ανάδειξης των 56 (Ελληνοκύπριων) μελών της Βουλής των Αντιπροσώπων της Κυπριακής Δημοκρατίας, για πενταετή θητεία μέχρι την άνοιξη του 2026. Οι εκλογές αυτές, έτσι κι αλλιώς, θα ξεχωρίζουν στην κυπριακή Ιστορία λόγω της πανδημίας του Κορωνοϊού και των συνεπακόλουθων περιοριστικών μέτρων, τα οποία επηρέασαν σημαντικά, τόσο την πολιτική ατζέντα, όσο και την προεκλογική δράση των κομμάτων και των υποψηφίων, που υποχρεώθηκαν να επιστρατεύσουν την τεχνολογία και, κυρίως, τα Μέσα Κοινωνικής Δικτύωσης, σε πολύ πιο εκτεταμένο βαθμό από αυτόν που η τεχνολογική εξέλιξη στην κυπριακή κοινωνία προμήνυε. Πέρα όμως από την πανδημία, οι εκλογές αυτές θα ξεχωρίζουν και λόγω συγκεκριμένων χαρακτηριστικών που σχετίζονται με την προεκλογική ατζέντα, τα αποτελέσματα και το μετεκλογικό τοπίο.
Στο επίπεδο της προεκλογικής ατζέντας ξεχωρίζει το γεγονός ότι, για πρώτη φορά, το Κυπριακό δεν ήταν το κύριο θέμα· ίσως, μάλιστα, να μπορούσε να λεχθεί ότι δεν ήταν καν θέμα οποιασδήποτε ουσιαστικής αντιπαράθεσης. Ουσιαστικά, σε αυτή την προεκλογική περίοδο, κυρίαρχα θέματα ήταν η Οικονομία, τόσο σε σχέση με τις θεμελιώδεις πτυχές της (δημόσια οικονομικά, ύφεση, ανεργία, κοινωνικές παροχές και άλλα) όσο και σε σχέση με την οικονομική διαχείριση της πανδημικής κρίσης (στήριξη εργαζομένων και επιχειρήσεων, ιδιωτικός δανεισμός με κρατικές εγγυήσεις και άλλα), καθώς και η διαπλοκή και διαφθορά, που επικράτησαν στη δημόσια συζήτηση λόγω του μεγάλου σκανδάλου των «χρυσών» πολιτογραφήσεων, την καταγγελία εναντίον της χώρας από την Ευρωπαϊκή Επιτροπή για το Πρόγραμμα Προσέλκυσης Επενδύσεων και την καταγγελία εναντίον της κυβέρνησης από τον Διεθνή Οργανισμό Ανώτατων Ελεγκτικών Ιδρυμάτων και το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο για παρακώλυση του έργου της Ελεγκτικής Υπηρεσίας. Επανερχόμενοι στην ιστορικού χαρακτήρα απουσία του Κυπριακού από την έντονη προεκλογική αντιπαράθεση, παρά το γεγονός, μάλιστα, ότι μόλις ένα μήνα πριν τις εκλογές είχε πραγματοποιηθεί η Πενταμερής της Γενεύης (26-28 Απριλίου 2021), σημειώνουμε το γεγονός ότι, αυτή η απουσία, ουσιαστικά, επιβεβαιώνει το επικίνδυνο αδιέξοδο στο οποίο βρίσκεται το Κυπριακό, την πρωτόγνωρη απογοήτευση του συνόλου των Ελληνοκυπρίων και την εμφανή ανυπαρξία οποιασδήποτε προοπτικής σωστής και λειτουργικής επίλυσης του μεγάλου εθνικού προβλήματος της Κύπρου.
Στο επίπεδο των αποτελεσμάτων ξεχωρίζει το ιστορικό χαμηλό ποσοστό των δύο μεγαλύτερων κομμάτων ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ, το οποίο αθροίζεται στο 50,11%, σε σύγκριση με 56,36% το 2016 και 66,95% το 2011. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι τα δύο μεγαλύτερα κόμματα έχασαν, μέσα σε μια δεκαετία, συνολικά 16,84 ποσοστιαίες μονάδες. Επίσης ιστορικό χαμηλό καταγράφουν συνολικά και τα τέσσερα παραδοσιακά κόμματα της Κύπρου, δηλαδή ο ΔΗΣΥ, το ΑΚΕΛ, το ΔΗΚΟ και η ΕΔΕΚ, που συνυπάρχουν στην πολιτική ζωή της χώρας για περισσότερα από 45 χρόνια. Το άθροισμα των τεσσάρων αυτών κομμάτων σε αυτές τις εκλογές ανήλθε μόλις στο 68,12%, ενώ, το αντίστοιχο άθροισμα το 2016 ήταν 77,03% και το 2011 ήταν 91,64%. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι τα τέσσερα παραδοσιακά κόμματα έχασαν, μέσα σε μια δεκαετία, συνολικά 23,52 ποσοστιαίες μονάδες. Στον αντίποδα, ιστορικό υψηλό ποσοστό κατέγραψαν τα εκτός Βουλής κόμματα. Συνολικά 14,59% των έγκυρων ψήφων έμεινε τελικά χωρίς εκπροσώπηση, καθώς τα κόμματα που το συνθέτουν απέτυχαν να ξεπεράσουν, χωριστά, το όριο του 3,6%, που θα τους επέτρεπε να λάβουν μέρος στη Β’ κατανομή εδρών και θα τους έδινε τη δυνατότητα να εκπροσωπηθούν στη Βουλή. Το υψηλό αυτό ποσοστό των εκτός Βουλής κομμάτων είναι και ο λόγος που τα τρία μεγαλύτερα κόμματα, που ξεπέρασαν το όριο της Γ’ κατανομής (7,2%), παρά το γεγονός ότι έχασαν, το κάθε ένα, από περίπου 3 ποσοστιαίες μονάδες εκλογικής δύναμης, έχασαν τελικά μόνο από μία έδρα (ΔΗΣΥ και ΑΚΕΛ), ή δεν έχασαν καθόλου (ΔΗΚΟ). Ιστορικό υψηλό ποσοστό σε Βουλευτικές Εκλογές κατέγραψε και το εθνικιστικό, ακροδεξιό ΕΛΑΜ το οποίο έλαβε το 6,78% των ψήφων, σε σύγκριση με 3,71% το 2016 και 1,08% το 2011. Διαπιστώνεται, δηλαδή, ότι το εθνικιστικό, ακροδεξιό κόμμα της Κύπρου, μέσα σε μια δεκαετία, εξαπλασίασε το ποσοστό του.
Σε ό,τι αφορά το μετεκλογικό τοπίο, δεν θα ήταν υπερβολή αν ισχυριζόταν κάποιος ότι μάλλον είναι ομιχλώδες, τόσο σε σχέση με το παρόν και το άμεσο μέλλον, όσο και σε σχέση με τις Προεδρικές Εκλογές του 2023. Το εκλογικό αποτέλεσμα, η κατανομή των εδρών στα επτά κόμματα που μπήκαν στη Βουλή (ΔΗΣΥ, ΑΚΕΛ, ΔΗΚΟ, ΕΛΑΜ, ΕΔΕΚ, ΔΗΠΑ και Κίνημα Οικολόγων) και οι μέχρι πρότινος πολιτικές στάσεις των εν λόγω κομμάτων δεν επιτρέπουν ασφαλείς προβλέψεις σε σχέση με την τύχη των κυβερνητικών Νομοσχεδίων ή των Προτάσεων Νόμου που θα τίθενται ενώπιον του Σώματος, ενώ, μέχρι αυτή τη στιγμή, τουλάχιστον, είναι παρακινδυνευμένο να χαραχτεί μία και μόνη διαχωριστική γραμμή ανάμεσα σε κόμματα πλήρους συμπολίτευσης και κόμματα πλήρους αντιπολίτευσης. Όταν γραφόταν το παρόν κείμενο, δεν είχε ξεκαθαρίσει ακόμα το θέμα της Προεδρίας της Βουλής, το οποίο είναι καθορισμένο για ψηφοφορία στην πρώτη ολομέλεια του Σώματος, στις 10 Ιουνίου 2021 και το οποίο, σε αρκετές περιπτώσεις στο παρελθόν δημιουργούσε ένα «κλίμα» διαμόρφωσης μελλοντικών συμμαχιών για τις Προεδρικές Εκλογές, που ακολουθούν μετά από 21 μήνες. Σε κάθε περίπτωση, η νέα Βουλή δεν θα κληθεί να επιτελέσει μόνο σύνηθες νομοθετικό έργο, αλλά θα κληθεί να τοποθετηθεί επί σύνθετων και σημαντικών μεταρρυθμίσεων, οι οποίες άρχισαν να συζητούνται τα προηγούμενα χρόνια, όπως για παράδειγμα η μεταρρύθμιση της Τοπικής Αυτοδιοίκησης και η μεταρρύθμιση της Δικαιοσύνης και οι οποίες θα τεθούν ενώπιον του Σώματος στην πενταετία που μόλις άρχισε.
Η Κυπριακή Δημοκρατία βρίσκεται κυριολεκτικώς στην πιο κρίσιμη στιγμή της 60χρονης ζωής της κι ενώ μετρά, ήδη, 47 ολόκληρα χρόνια παράνομης τουρκικής κατοχής του μισού, περίπου, εδάφους της. Το αδιέξοδο στο Κυπριακό, τα μεγάλα προβλήματα της Οικονομίας και της πανδημίας και τα πρωτόγνωρα φαινόμενα διαπλοκής και διαφθοράς δημιουργούν το πολιτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα πρέπει να λειτουργήσει η Βουλή και να ασκήσει τη νομοθετική εξουσία που της παρέχει το Σύνταγμα. Παράλληλα, η Βουλή θα πρέπει να μεριμνήσει για την όσο το δυνατόν πιο γρήγορη και ανθεκτική αποκατάσταση του κύρους της, το οποίο πλήγηκε καίρια τον περασμένο χρόνο, προκειμένου να μπορέσει να ανακτήσει την εμπιστοσύνη και το σεβασμό της κυπριακής κοινωνίας. Ένα τέτοιο εγχείρημα θα προσέδιδε πρόσθετη ιστορική σημασία στις εκλογές της περασμένης Κυριακής, οι οποίες έτσι κι αλλιώς ξεχωρίζουν ιστορικά για τους λόγους που ήδη αναφέρθηκαν.
Λευκωσία, 4 Ιουνίου 2021