Δεκαέξι ολόκληρα χρόνια συμπληρώθηκαν την περασμένη Παρασκευή, από τη διεξαγωγή στην Κύπρο του Δημοψηφίσματος της 24ης Απριλίου 2004, με το οποίο οι Ελληνοκύπριοι απέτρεψαν τη διάλυση της Κυπριακής Δημοκρατίας και τη μετατροπή της Κύπρου σε τουρκικό προτεκτοράτο.
Στο εν λόγω ιστορικό, πλέον, Δημοψήφισμα, είχε τεθεί στην κρίση των πολιτών το Σχέδιο Ανάν και πιο συγκεκριμένα, η πέμπτη παραλλαγή του Σχεδίου του τότε Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, δεκαοχτώ ολόκληρους μήνες μετά την επίσημη κατάθεση του αρχικού κειμένου, που είχε γίνει στις 11 Νοεμβρίου 2002. Τόσο το περιεχόμενο του καταστροφικού αυτού Σχεδίου, το οποίο εκπονήθηκε και κατατέθηκε επί Προεδρίας Γλαύκου Κληρίδη (1993-2003) και κληροδοτήθηκε στον Τάσσο Παπαδόπουλο (2003-2008), όσο και η διαχρονική πολιτική της Τουρκίας, η οποία τα τελευταία χρόνια εκθέτει κάθε αφελή συνήγορό της, τόσο στην Κύπρο, όσο και στην Ελλάδα, επιβεβαιώνουν το πόσο σοφή και σωτήρια ήταν η απόφαση της συντριπτικής πλειοψηφίας των Ελληνοκυπρίων και αναδεικνύουν το πόσο κακές ήταν και είναι οι προθέσεις της τουρκικής πλευράς.
Πολλά γεγονότα και εξελίξεις μεσολάβησαν από τότε, τόσο σε τοπικό και περιφερειακό επίπεδο, όσο και σε ευρωπαϊκό και διεθνές. Όμως και παρά τη λανθασμένη πολιτική που ακολούθησαν, μετά το 2008, οι διάδοχοι του Τάσσου Παπαδόπουλου στην Προεδρία της Κυπριακής Δημοκρατίας και του συνεπακόλουθου εγκλωβισμού της ελληνοκυπριακής κοινότητας σε αδιέξοδα που, πλέον, διαπιστώνουν ακόμα και μέντορες της αποτυχημένης αυτής πολιτικής, είναι χρήσιμο να θυμόμαστε ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος διαχειρίστηκε με επιτυχία το σωτήριο ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων, στη διάρκεια της θητείας του. Και είναι ιδιαιτέρως σημαντικό και ενδιαφέρον, να θυμόμαστε τις εξαιρετικά αντίξοες συνθήκες, μέσα στις οποίες ο Τάσσος Παπαδόπουλος υπερασπίστηκε την απόφαση του λαού, αξιοποιώντας την στον μέγιστο δυνατό βαθμό. Ενδεικτικό στοιχείο των αντίξοων αυτών συνθηκών, ήταν οι διεθνείς αντιδράσεις μετά την δημοκρατική έκφραση της βούλησης του κυπριακού Ελληνισμού.
Για παράδειγμα, ο τότε Γενικός Γραμματέας του ΟΗΕ, Κόφι Ανάν, επικρότησε τους Τουρκοκύπριους, επειδή αποδέχθηκαν το Σχέδιό του και εξέφρασε λύπη γιατί «δεν θα απολαμβάνουν ισότιμα τα οφέλη της ένταξης στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μάϊου 2004», ενώ, σημείωνε ότι, «ο στόχος της προσπάθειας κατά τα τελευταία τεσσεράμισι χρόνια ήταν να επιτευχθεί η επανένωση, για να μπορέσει μια επανενωμένη Κύπρος να ενταχθεί στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Λες και το Κυπριακό δεν είναι πρόβλημα τουρκικής εισβολής, τουρκικής κατοχής και καταπάτησης των ανθρωπίνων δικαιωμάτων των Ελληνοκυπρίων από την Τουρκία, αλλά πρόβλημα απομόνωσης των Τουρκοκυπρίων από την Ευρωπαϊκή Ένωση (στην οποία, ειρήσθω εν παρόδω, οι Τουρκοκύπριοι ήθελαν να ενταχθούν διαλύοντας την Κυπριακή Δημοκρατία και χωρίς την παραμικρή δική τους προσπάθεια εναρμόνισης, ή κάποια άλλη θυσία).
Ο συνήθως προκλητικός, έναντι της Κύπρου και της Ελλάδας, τότε Υπουργός Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου, Τζακ Στρο, εξέφρασε «λύπη και απογοήτευση» για την απόφαση των Ελληνοκυπρίων και είπε ότι ελπίζει «να συνεχίσουν να αναλογίζονται (οι Ελληνοκύπριοι) αν αυτή η επιλογή ήταν ορθή». Εξέφρασε, επιπρόσθετα, χαρά και κατανόηση για την επιθυμία των Τουρκοκυπρίων «να τερματιστεί η διεθνής απομόνωσή τους, να σμίξουν με τους Ελληνοκύπριους σε ένα επανενωμένο νησί και μαζί να προχωρήσουν προς την Ευρωπαϊκή Ένωση, η οποία είναι η καλύτερη εγγύηση για τη συλλογική τους ασφάλεια και ευημερία». Μάλιστα, ο Τζακ Στρο, έχοντας έμφυτη νοοτροπία αποικιοκράτη, ο οποίος υποτιμά τους ιθαγενείς, διαβεβαίωσε «όλους τους Κυπρίους ότι αν σε οποιοδήποτε στάδιο οι δύο κοινότητες αποφασίσουν να υποστηρίξουν μια συνολική λύση που θα επανενώσει το νησί στην Ευρωπαϊκή Ένωση, το Ηνωμένο Βασίλειο, ως εγγυήτρια δύναμη, μόνιμο μέλος του Συμβουλίου Ασφαλείας και ηγετικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης …/… θα καταβάλει κάθε προσπάθεια για να διασφαλίσει όπως η λύση καταστεί η πρακτική και πολιτική επιτυχία που για τόσο καιρό άξιζαν οι Κύπριοι». Ενδεικτικό, βέβαια, της αναξιοπιστίας, ή της κακής εκτίμησης του τότε Βρετανού Υπουργού Εξωτερικών, είναι το γεγονός ότι, η Βρετανία, το, κατά τα άλλα, «ηγετικό μέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, της καλύτερης εγγύησης για συλλογική ασφάλεια και ευημερία» (όλα, δικά του λόγια), αποχώρησε, πρόσφατα, από την Ευρωπαϊκή Ένωση και μάλιστα πυροβολώντας.
Από τον κατάλογο των διεθνών αντιδράσεων, δεν μπορούσαν να λείψουν, δυστυχώς, ούτε κορυφαίοι, εκείνη την εποχή, αξιωματούχοι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Όπως, ο Γερμανός, τότε, Επίτροπος Διεύρυνσης, Γκούντερ Φερχόιγκεν, ο οποίος χαρακτήρισε το ΟΧΙ των Ελληνοκυπρίων μια «μεγάλη πολιτική βλάβη», ενώ, δεν δίστασε να εκστομίσει και την ατεκμηρίωτη εκτίμηση ότι «τώρα πλανάται μία σκιά πάνω από την ένταξη της Κύπρου στην Ευρωπαϊκή Ένωση». Εκτίμηση, που διαψεύστηκε, πανηγυρικά, μόλις μια βδομάδα μετά, με την ένταξη της Κυπριακής Δημοκρατίας στην Ευρωπαϊκή Ένωση, την 1η Μαΐου 2004. Και ασφαλώς, δεν ξεχνούμε, τον ξεχασμένο από άλλους, τότε, Πρόεδρο του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου, Πατ Κοξ, ο οποίος εξέφρασε «λύπη για την απόρριψη του Σχεδίου Ανάν από τους Ελληνοκύπριους».
Βέβαια, ο συλλογισμός «και τι δεν μας είπαν, για εκείνο το ΟΧΙ», ο οποίος πλήγωνε τους πάντα περήφανους Ελληνοκύπριους που απέρριψαν συντριπτικά το καταστροφικό Σχέδιο Ανάν, ενισχυόταν και από τις επικρίσεις που δέχονταν από τον ντόπιο «σημαιοφόρο» των επικρίσεων κατά του ΟΧΙ, τότε Πρόεδρο του τότε αντιπολιτευόμενου ΔΗΣΥ και σημερινό Πρόεδρο της Δημοκρατίας, Νίκο Αναστασιάδη, ο οποίος δήλωνε, στις 24 Απριλίου 2004, ότι οι Ελληνοκύπριοι οδηγήθηκαν στην απόρριψη του Σχεδίου Ανάν «γιατί τα στενά περιθώρια του χρόνου δεν επέτρεψαν την ανατροπή μιας συστηματικής και έντεχνης παραπληροφόρησης που φόρτιζε το λαό συναισθηματικά», ενώ, έπλεκε το εγκώμιο των Τουρκοκυπρίων που, σύμφωνα με τον ίδιο, «έστειλαν ένα ισχυρό μήνυμα συμφιλίωσης και της ανάγκης επανένωσης της πατρίδας μας».
Τέτοιες και πολλές άλλες ήταν οι επικρίσεις εναντίον των Ελληνοκυπρίων, για εκείνη την σωστή και σωτήρια απόφασή τους. Επικρίσεις, οι οποίες δημιούργησαν τις αντίξοες συνθήκες, μέσα από τις οποίες, όμως, ο Τάσσος Παπαδόπουλος εξήλθε πετυχημένος και αποτελεσματικός, με αποκορύφωμα την Συμφωνία της 8ης Ιουλίου 2006 και την επιστολή του τότε Βοηθού Γενικού Γραμματέα του ΟΗΕ, Ιμπραχίμ Γκαμπάρι, της 15ης Νοεμβρίου της ίδιας χρονιάς. Επιτυχίες, οι οποίες, δυστυχώς, ενταφιάστηκαν από τους διαδόχους του Τάσσου Παπαδόπουλου, στα χρόνια που ακολούθησαν.