Όταν στις 29 Σεπτεμβρίου 2017, ο Πρόεδρος του ΔΗΚΟ και τότε υποψήφιος Πρόεδρος της Δημοκρατίας, Νικόλας Παπαδόπουλος, παρουσίαζε την Νέα Στρατηγική για την Κυπριακή Δημοκρατία και τη λύση του Κυπριακού, παρουσίαζε ένα ολοκληρωμένο σχέδιο υπεράσπισης και ενίσχυσης της Κυπριακής Δημοκρατίας και διεκδίκησης μιας σωστής λύσης, με βασικό εργαλείο της την δημιουργία πολιτικού, διπλωματικού και οικονομικού κόστους στην Τουρκία.
Η κριτική που δέχτηκε τότε ο Νικόλας Παπαδόπουλος για τις εκτιμήσεις, τις προβλέψεις και τις προτάσεις του, τόσο από την ηγεσία του ΔΗΣΥ, όσο και από την ηγεσία του ΑΚΕΛ, ξεπέρασε κατά πολύ το πλαίσιο της προεκλογικής σκοπιμότητας και άγγιξε τα όρια της στοχοποίησης και της δαιμονοποίησης, καθώς χαλούσε τις ψευδαισθήσεις και τους αφελείς ρομαντισμούς της αποτυχημένης πολιτικής που ακολουθείτο τότε και που, εν πολλοίς, ακολουθείται και σήμερα. Ήταν, άλλωστε, η εποχή αμέσως μετά το ναυάγιο του Κραν Μοντάνα, όταν όλοι οι θιασώτες της αποτυχημένης πολιτικής προσπαθούσαν να διαχειριστούν την αποτυχία τους, χωρίς βέβαια να την παραδέχονται ή να την αναγνωρίζουν, επιλέγοντας την εύκολη και εντελώς παράδοξη οδό της επίρριψης ευθυνών σε αυτούς που διαφωνούσαν.
Έκτοτε, λοιπόν, έχουν περάσει σχεδόν τρία χρόνια∙ για την ακρίβεια, χίλιες μέρες. Στη διάρκεια αυτών των χιλίων ημερών, η Τουρκία επιβεβαιώνει καθημερινώς και στον πλέον αφελή ότι είναι μια εχθρική χώρα, ότι δεν έχει την παραμικρή διάθεση υποχωρήσεων στο Κυπριακό, ότι δέχεται μόνο συνθηκολόγηση τουρκικών προδιαγραφών και ότι, πλέον, επιδιώκει να κυριαρχήσει παράνομα, όχι μόνο στην κατεχόμενη Κύπρο, αλλά και στην ανατολική Μεσόγειο, σε ολόκληρο το Αιγαίο, στον Έβρο και στη θάλασσα νοτίως και ανατολικώς της Κρήτης.
Χίλιες μέρες μετά την παρουσίαση της νέας Στρατηγικής, όλοι αντιλαμβάνονται ότι η υπεράσπιση και ενίσχυση της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης και διεθνώς, σε συνδυασμό με την δημιουργία πολιτικού, διπλωματικού και οικονομικού κόστους στην Τουρκία, συνθέτουν τον μόνο τρόπο διεκδίκησης μιας σωστής λύσης του Κυπριακού, αλλά και αντιμετώπισης της εντεινόμενης τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας.
Η αντίληψη αυτή, όμως, δεν αρκεί. Έχουν περάσει αρκετοί μήνες και είναι πλέον εμφανές ότι η κυβέρνηση του ΔΗΣΥ αποτυγχάνει να ανταποκριθεί αποτελεσματικά, είτε γιατί κατέστησε τον εαυτό της προβλέψιμο και δεδομένο στα μάτια των Ευρωπαίων εταίρων και της διεθνούς κοινότητας, είτε γιατί, στην πραγματικότητα, το μόνο που την ενδιαφέρει είναι η επικοινωνιακή διαχείριση των θεμάτων και η τροφοδοσία των ΜΜΕ με εντυπωσιακούς τίτλους, «πιασάρικη» προπαγάνδα και φωτογραφικές πόζες υψηλής ευκρίνειας. Έτσι, η κυβερνητική τακτική είναι γνωστή και προβλέψιμη: Ανεβάζει επιδεικτικά τον πήχη των προσδοκιών ώστε να κερδίσει την πρώτη εντύπωση, με απώτερο στόχο να περάσει απαρατήρητο το γεγονός ότι – κάθε φορά – περνάει κάτω από τον πήχη.
Ο πήχης πρέπει να μπαίνει ψηλά∙ πρέπει όμως και να τον περνάμε. Και για να το περνάμε, χρειάζεται συνέπεια, συνέχεια, επιμονή, υπομονή και πειθαρχία στην εφαρμογή μιας συγκροτημένης και συνολικής στρατηγικής. Η Ευρωπαϊκή Ένωση έχει τις δυνατότητες να διαδραματίσει το ρόλο που θέλουμε και που οφείλει να διαδραματίσει, ως η μεγαλύτερη δημοκρατική και φιλελεύθερη ένωση κρατών. Οι συνεργασίες και οι συμμαχίες της Κύπρου με την Ελλάδα και τις άλλες χώρες της περιοχής της ανατολικής Μεσογείου έχουν τις δυνατότητες να δημιουργήσουν ένα αξιόπιστο τόξο άμυνας και ασφάλειας, απέναντι στην τουρκική επιθετικότητα. Τα συγκριτικά πλεονεκτήματα της Κυπριακής Δημοκρατίας, εντός της Ευρωπαϊκής Ένωσης, εντός της Ευρωζώνης, σε μια «εύφορη» ενεργειακά ΑΟΖ και με αδιαμφησβήτητα πολιτικά και νομικά επιχειρήματα, έχουν τις δυνατότητες να διασφαλίσουν ένα καλύτερο μέλλον για όλους ανεξαιρέτως τους Κύπριους.
Για να αποδώσουν καρπούς, όμως, αυτές οι δυνατότητες, οφείλουμε να τις αξιοποιήσουμε ως θεμέλια προοπτικής και όχι να τυγχάνουν περιστασιακής εκμετάλλευσης, ως επικοινωνιακά εργαλεία της διακυβέρνησης του ΔΗΣΥ.