Η αλήθεια είναι πως τα όσα ανέφερε στην τελευταία συνέντευξή του ο κ. Άντρος Κυπριανού, στην ουσία δεν αφορούν τον Τάσσο Παπαδόπουλο αλλά αφορούν το ΑΚΕΛ, τον Δημήτρη Χριστόφια και το πως το συγκεκριμένο κόμμα κατέληξε στις αποφάσεις στις οποίες κατέληξε τον Απρίλιο του 2004. Δύσκολο να εκτιμήσω τους λόγους για τους οποίους ο κ. Κυπριανού αναδεικνύει ειδικά εκείνες τις εσωκομματικές αποφάσεις από ένα βιβλίο που, όπως διάβασα, καλύπτει μια περίοδο δεκαοχτώ ολόκληρων χρόνων, από το 2003 έως το 2021, που περιλαμβάνουν επίσης τη διακυβέρνηση Χριστόφια, τη διαχείριση του Κυπριακού από τον ίδιο τον Δημήτρη Χριστόφια, την καταστροφική έκρηξη στο Μαρί το 2011, την οικονομική χρεοκοπία της χώρας το 2012 και την στήριξη του ΑΚΕΛ στον Πρόεδρο Αναστασιάδη σε σχέση με το Κυπριακό μέχρι τον Ιούλιο του 2017.
Εν πάση περιπτώσει, δεν γνωρίζω τι φήμες «αιωρούνταν» στο ΑΚΕΛ τον Απρίλιο του 2004, ούτε τι έλεγε στα στελέχη του ο Δημήτρης Χριστόφιας ενόψει των αποφάσεων που είχαν να πάρουν. Σε ό,τι αφορά τον Τάσσο Παπαδόπουλο, η θέση του εναντίον του Σχεδίου Ανάν ήταν τεκμηριωμένη και σαφής. Από κει και πέρα, το Σχέδιο Ανάν δεν το απέρριψε η απόφαση του ενός ή του άλλου κόμματος, ούτε το ιστορικό Διάγγελμα του Τάσσου Παπαδόπουλου∙ Το Σχέδιο Ανάν το απέρριψε η συντριπτική πλειοψηφία των Ελληνοκυπρίων, σε ποσοστό 76%. Επομένως, σχόλια πολιτικών προσώπων που είχαν ταχθεί υπέρ του Σχεδίου Ανάν στο στυλ «αν περνούσε το Σχέδιο Ανάν τα πράγματα θα ήταν έτσι ή αλλιώς ή αλλιώτικα», επιχειρούν μάταια να ενοχοποιήσουν την πλειοψηφική απόφαση των Ελληνοκυπρίων και υπονομεύουν μια απολύτως ελεύθερη και δημοκρατική διαδικασία, όπως ήταν το Δημοψήφισμα της 24ης Απριλίου 2004.
Δεν υπάρχει κάτι που να μην είναι ήδη γνωστό ή καταγεγραμμένο. Και σε αυτό, ξέρετε, συνέβαλε και ο ίδιος ο Τάσσος Παπαδόπουλος με το ογκώδες και λεπτομερές Αρχείο του, μέρος του οποίου έχει δημοσιευτεί στην τετράτομη έκδοση ΤΑΣΣΟΣ ΠΑΠΑΔΟΠΟΥΛΟΣ-ΑΡΧΕΙΟ, του ομώνυμου Κέντρου Μελετών. Αυτό που οφείλω να θυμίσω, εξ αφορμής και των πρόσφατων συζητήσεων, είναι πως το Σχέδιο Ανάν ήταν ένα σχέδιο που μελετήθηκε και συζητήθηκε διεξοδικά, σε όλο το εύρος της κοινωνίας, στη διάρκεια των δεκαοχτώ μηνών που μεσολάβησαν από την αρχική υποβολή του, τον Νοέμβριο του 2002, μέχρι το Δημοψήφισμα, τον Απρίλιο του 2004. Για μήνες, και πολύ περισσότερο τις τελευταίες βδομάδες, ήταν το κύριο αντικείμενο συζήτησης παντού. Σε κάθε χώρο δουλειάς, σε κάθε οικογενειακό ή άλλο τραπέζι, σε κάθε παρέα. Και ασφαλώς σε αναρίθμητες τηλεοπτικές και ραδιοφωνικές εκπομπές. Και μιλάμε για συζητήσεις έντονες, εξαντλητικές, που έφτασαν σε σημείο να κλονίσουν ακόμα και φιλίες και σχέσεις ετών. Και ήταν λογικό να γίνει κάτι τέτοιο, από τη στιγμή που επρόκειτο για μια απόφαση που θα καθόριζε το παρόν και το μέλλον της πατρίδας μας. Το λέω αυτό, ακριβώς, για να αναδείξω πως δεν επρόκειτο για μια μεμονωμένη ή βεβιασμένη απόφαση των ψηφοφόρων μέσα στο παραβάν, ούτε για μια απόφαση ενός πολιτικού προσώπου ή ενός κόμματος. Ήταν απόφαση ολόκληρου του λαού. Είναι υποτιμητικό να υποστηρίζει κανείς ότι οι πολίτες «παρασύρθηκαν» ή «χειραγωγήθηκαν» από οποιοδήποτε πρόσωπο ή κόμμα. Προφανώς και έλαβαν υπόψη τους και τις θέσεις των θεσμικών προσώπων ή οντοτήτων, αλλά δεν υπάρχει αμφιβολία πως την ώρα που ο κάθε πολίτης ψήφιζε, ακόμα και αν δεν είχε πλήρη γνώση κάθε αράδας και κάθε λεπτομέρειας του Σχεδίου, ήξερε την πτυχή ή τις πτυχές που τον ενδιέφεραν περισσότερο και ήξερε πολύ καλά το λόγο για τον οποίο ο ίδιος ψήφιζε αυτό που ψήφιζε.
Επαναλαμβάνω, δεν μπορώ να γνωρίζω τους λόγους για τους οποίους ανατράπηκε το «σκηνικό του ΝΑΙ» εντός ΑΚΕΛ στο οποίο αναφέρεστε χαρακτηριστικά, ούτε ξέρω αν ένα τέτοιο σκηνικό υπήρχε όντως μέσα στη βάση και στην μάζα των ψηφοφόρων του ΑΚΕΛ. Ούτε μού πέφτει και λόγος. Το αποτέλεσμα του Δημοψηφίσματος, πάντως, ήταν τέτοιο που δείχνει ότι η απόρριψη του Σχεδίου Ανάν είχε οριζόντια απήχηση, η οποία υπερκάλυπτε τόσο την εκλογική δύναμη των κομμάτων που είχαν ταχθεί εναντίον του Σχεδίου, όσο και μεγάλο μέρος της εκλογικής δύναμης του ΔΗΣΥ, που ήταν το μόνο μεγάλο κόμμα που είχε ταχθεί υπερ. Σε ό,τι αφορά τη σχέση του Δημοκρατικού Κόμματος με το ΑΚΕΛ τότε, δεν θα έλεγα ότι τα δύο κόμματα βρέθηκαν «απέναντι». Θα έλεγα ότι υπήρξε διαφορά στην ένταση με την οποία τοποθετήθηκαν και αυτό ήταν λογικό αν αναλογιστεί κανείς ότι το Δημοκρατικό Κόμμα είχε σαφή και τεκμηριωμένη θέση εξ αρχής, χωρίς οποιαδήποτε αμφιταλάντευση.
Όντως, υπήρχαν τέτοιες απόψεις, οι οποίες θα έλεγα πως ήταν πιο έντονες στο επίπεδο των ΜΜΕ και της αρθρογραφίας της εποχής παρά στο επίπεδο του Προεδρικού Μεγάρου. Η αλήθεια είναι ότι η απόφαση του Τάσσου Παπαδόπουλου να μην προχωρήσει σε ανασχηματισμό και να μην «στοχοποιήσει» έτσι οποιοδήποτε υπουργό του και κυβερνητικό εταίρο ήταν απολύτως συμβατή με το ήθος του, τον χαρακτήρα του, τις προτεραιότητές του και την πολιτική ακεραιότητά του. Ο Τάσσος Παπαδόπουλος δεν παραγνώρισε σε κανένα στάδιο της θητείας του το ότι εξελέγη και με τη στήριξη του ΑΚΕΛ και ότι η διακυβέρνησή του παρήγαγε έργο και κατέγραφε επιτεύγματα με τη συλλογική και ουσιαστική συμβολή όλων ανεξαιρέτως των τότε Υπουργών του. Έβαλε δηλαδή το δημόσιο συμφέρον, την ενότητα και την επιτυχία της διακυβέρνησής του πάνω από την όποια προσωπική πικρία ή την όποια μικροπολιτική σκοπιμότητα. Και θα θυμάστε ότι με αυτή την αρχή πολιτεύτηκε ακόμα και το τελευταίο εξάμηνο της θητείας του. Ακόμα και μετά, δηλαδή, που το ΑΚΕΛ αποχώρησε από τη διακυβέρνηση και στράφηκε εναντίον του, ο ίδιος ο Τάσσος Παπαδόπουλος συνέχισε να επιδεικνύει σεβασμό στο συγκεκριμένο κόμμα και να το πιστώνει, αναλογικά, για τη συμβολή του στη διακυβέρνηση. Κάποιοι υποστηρίζουν ότι ο Τάσσος Παπαδόπουλος «πλήρωσε» ακριβά αυτή την έντιμη στάση του. Σε κάθε περίπτωση όμως, αυτός ήταν ο Τάσσος Παπαδόπουλος και αυτή η εντιμότητα χαρακτήριζε τις σχέσεις του με τα άλλα κόμματα και τα άλλα πολιτικά πρόσωπα.
Οι μεγάλες προσδοκίες είναι καλό να υπάρχουν και είναι ακόμα καλύτερο να μπορέσει η διακυβέρνηση να ανταποκριθεί σε αυτές τις προσδοκίες, τόσο στο παρόν όσο και σε βάθος πενταετίας. Και τονίζω το «πενταετίας» γιατί θα ήταν άδικο να κρίνει κανείς την υλοποίηση ενός προγράμματος πενταετούς διακυβέρνησης μέσα σε μόλις μισό χρόνο. Από κει και πέρα, κοντά μας φτάνουν και τα θετικά και τα αρνητικά σχόλια των πολιτών και θεωρώ χρήσιμο, υγιές και απαραίτητο να είμαστε σε διαρκή επικοινωνία με τους πολίτες και, κυρίως, να τους ακούμε. Από κει και πέρα, δεν μπορώ να μην αναδείξω τα πολλά θετικά βήματα που έγιναν αυτούς τους πρώτους έξι μήνες διακυβέρνησης, καθώς υπάρχει αξιοσημείωτο έργο. Στην εσωτερική διακυβέρνηση, σημειώνω ότι, πλέον, έχουμε ένα ολοκληρωμένο κυβερνητικό πακέτο μέτρων για βελτίωση του πλαισίου των Εκποιήσεων, που θα κυριαρχήσει στη δημόσια συζήτηση τις επόμενες βδομάδες, έχει ήδη επιτευχθεί η συμφωνία για την ΑΤΑ μετά από χρόνια αβεβαιότητας, είχαμε το μηδενισμό του ΦΠΑ σε βασικά αγαθά, πετύχαμε τη θετική κατάληξη του ζητήματος με τον ΦΠΑ για τις κατοικίες, είχαμε την οριστική διευθέτηση το θέματος των Τετραμήνων, που επιτρέπει την ομαλή έναρξη της σχολικής χρονιάς σε μερικές μέρες, την αύξηση 5% του επιδόματος των χαμηλοσυνταξιούχων και, τελευταίο αλλά ιδιαιτέρως σημαντικό, τον καθορισμό ενός συγκεκριμένου «οδικού χάρτη» για τον ενεργειακό σχεδιασμό, με κύριο στόχο τη μείωση, επιτέλους, του κόστους της ηλεκτρικής ενέργειας. Ακόμα και στο Μεταναστευτικό, όπου η παρούσα κυβέρνηση παρέλαβε μια «ωρολογιακή βόμβα», θα πρέπει να σημειώσω ότι τελευταίους τους τρεις μήνες έχουμε, για πρώτη φορά, περισσότερες αναχωρήσεις παρά αφίξεις. Αυτά είναι μόνο ενδεικτικά έργα και ενέργειες της νέας κυβέρνησης, που δημιουργούν την προοπτική επίτευξης όλων των στόχων τα επόμενα τεσσεράμισι χρόνια. Το βέβαιο είναι ότι έχουμε κι εμείς ψηλές προσδοκίες, τόσο από τη διακυβέρνηση, όσο και από τους εαυτούς μας και είμαστε αυστηροί και αποφασισμένοι στην ικανοποίηση αυτών των προσδοκιών.
Δεν ισχύει κάτι τέτοιο. Κατ’ αρχάς, ούτε ο κόσμος είναι απαιτητικός, όπως λέτε, ούτε εμείς νιώθουμε κάποια «δαμόκλειο σπάθη» πάνω απ’ τα κεφάλια μας. Οι εποχές έχουν αλλάξει. Και οφείλω να είμαι δίκαιος, λέγοντας ότι οι εποχές έχουν αλλάξει τόσο λόγω της δικής μας στάσης, ως πολιτικά πρόσωπα και ως ηγεσία του Δημοκρατικού Κόμματος τα τελευταία δέκα χρόνια, όσο και λόγω της μεγάλης πλειονότητας της ίδιας της κοινωνίας, η οποία δεν ανέχεται πλέον τέτοιες πρακτικές. Κόμματα ή πολιτικοί που «ποντάρουν» στο ρουσφέτι βλάφτουν την κοινωνία, βλάφτουν το πολιτικό σύστημα, βλάφτουν μακροπρόθεσμα ακόμα και τους εαυτούς τους.
Τον λαϊκισμό. Και τολμώ να πω πως ο λαϊκισμός είναι σήμερα η μεγαλύτερη, ίσως, πάθηση του πολιτικού και κομματικού συστήματος, μαζί ασφαλώς με τα φαινόμενα διαφθοράς. Εκτιμώ ότι η έκβαση της μάχης ανάμεσα στον λαϊκισμό, από τη μία, και στον ορθολογισμό, από την άλλη, – διότι περί τέτοιας μάχης πρόκειται – θα καθορίσει το μέλλον της Κύπρου, αλλά και ολόκληρης της Ευρώπης. Όσο αυξάνονται τα προβλήματα, οι κρίσεις και οι προκλήσεις σε διεθνές και τοπικό επίπεδο, τόσο θα αυξάνεται και η δημοφιλία του λαϊκισμού. Έχουμε ευθύνη και καθήκον, λοιπόν, να αντισταθούμε στην εύηχη και εύκολη «μόδα» του λαϊκισμού, που ροκανίζει το μέλλον της πατρίδας μας και των παιδιών μας.
Δεν είναι χαμένο. Αντίθετα, το νικηφόρο αποτέλεσμα των Προεδρικών Εκλογών οφείλεται σε μεγάλο βαθμό στο Δημοκρατικό Κόμμα και, κυρίως, ως Δημοκρατικό Κόμμα είμαστε αποφασισμένοι και ικανοί να διαδραματίσουμε τον πρωταγωνιστικό ρόλο που καλούμαστε να διαδραματίσουμε εντός της συμπολίτευσης, εντός της Βουλής και εντός της κοινωνίας. Δεν παραγνωρίζουμε ότι υπήρξαν και υπάρχουν κάποια ζητήματα συντονισμού της συμπολίτευσης, τα οποία πρώτοι εμείς, ως Βουλευτές, εντοπίζουμε και αναγνωρίζουμε, όμως υπάρχει μπροστά μας η δυνατότητα να ξεπεράσουμε αυτά τα ζητήματα και, κυρίως, υπάρχει μπροστά μας η εμφανής προοπτική να πετύχουμε στο έργο μας και στις προσδοκίες της κοινωνίας. Και, ασφαλώς, εργαζόμαστε προκειμένου να έχουμε μια πετυχημένη παρουσία, τόσο στις Ευρωεκλογές, όσο και στις εκλογές της νέας Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τον ερχόμενο Ιούνιο.
Ασφαλώς και θα εξετάσουμε το θέμα των συνεργασιών στις εκλογές της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, τόσο γιατί είμαστε διαχρονικά υπέρ των συνεργασιών, όσο και επειδή ο θεσμός της Τοπικής Αυτοδιοίκησης επιβάλλει τέτοιες συνεργασίες και μάλιστα συνεργασίες σε τοπικό επίπεδο, με βάση τα τοπικά χαρακτηριστικά και τις εισηγήσεις της βάσης του Κόμματος. Το ζήτημα δεν είναι αν θα στρίψουμε εμείς προς τα δεξιά ή προς τα αριστερά ή αν θα στρίψουν οι άλλοι προς το κέντρο∙ το ζήτημα είναι να συγκλίνουμε όλοι προς το μέλλον με επιλογές προσώπων ικανών να υλοποιήσουν με επιτυχία το μεγάλο έργο της μεταρρύθμισης της Τοπικής Αυτοδιοίκησης, που επηρεάζει την καθημερινότητα και την ποιότητα ζωής των πολιτών περισσότερο από κάθε άλλο θεσμό. Και, όπως αντιλαμβάνεστε, αυτή η προτεραιότητα που πρέπει να δοθεί στη βούληση των τοπικών κοινωνιών και στα χαρακτηριστικά τους, θέτει και το πλαίσιο μέσα στο οποίο θα πρέπει να κινηθούμε ως Κόμμα. Με λίγα λόγια, δεν πρέπει να μιλάμε για κομματικές συνεργασίες που θα επεκταθούν στις τοπικές κοινωνίες αλλά, αντίστροφα, πρέπει να αναπτυχθούν συνεργασίες στο επίπεδο των τοπικών κοινωνιών, που θα λάβουν και κομματική στήριξη.
Το βέβαιο είναι ότι το Δημοκρατικό Κόμμα ήταν και παρών και ενεργό. Και δεν αναφέρομαι μόνο στην καταδίκη – μέσω ανακοινώσεων – του συγκεκριμένου γεγονότος, αλλά και για συνεχή παρακολούθηση του θέματος, καθώς και για ενεργό δράση του Ευρωβουλευτή μας σε ευρωπαϊκό επίπεδο, εντός του S&D, το οποίο εξέδωσε σχετική ανακοίνωση με την πλέον ρητή καταδικαστική αναφορά στις «τουρκικές κατοχικές δυνάμεις». Επομένως, δεν συμφωνώ με τη μομφή περί απουσίας. Ίσως η αίσθηση απουσίας, που σάς δημιουργήθηκε, να οφείλεται στην απουσία ενημερωτικών εκπομπών τον Αύγουστο, οι οποίες αναμφίβολα συμβάλλουν στην προβολή και, άρα, παρουσία των κομμάτων. Σε ό,τι αφορά τη σύγκληση του Εθνικού Συμβουλίου, δεν παραπονεθήκαμε για το αν έπρεπε να συγκληθεί μερικές μέρες νωρίτερα, ούτε και γνωρίζω εάν πρακτικοί ήταν οι λόγοι σύγκλησής του την 1η Σεπτεμβρίου. Σημειώνω με θετικό πρόσημο το γεγονός ότι ο Πρόεδρος συγκάλεσε το Εθνικό Συμβούλιο πριν μεταβεί στη Νέα Υόρκη, αναγνωρίζοντας ακριβώς ότι οι συνεδριάσεις του συγκεκριμένου Σώματος είναι συμβουλευτικού χαρακτήρα και όχι απλώς ενημερωτικού. Όπως θετικό είναι και το πρόσημο στους μέχρι σήμερα χειρισμούς του Προέδρου Χριστοδουλίδη, του Υπουργού Εξωτερικών και των αρμόδιων υπηρεσιών του κράτους αναφορικά με την επεκτατική και προκλητική ενέργεια του τουρκικού κατοχικού στρατού στη «νεκρή ζώνη» στην Πύλα. Ενέργεια, που συνδέεται τόσο με στρατιωτικούς σχεδιασμούς του κατοχικού στρατού όσο και με την πάγια τακτική της τουρκικής πλευράς να αμφισβητεί το καθεστώς της «νεκρής ζώνης».
Πολύ σωστά και πολύ καλά μίλησε ο Γερουσιαστής Μενέντεζ, στον οποίο η Κύπρος και η Ελλάδα οφείλουμε ευγνωμοσύνη καθώς τάσσεται και ενεργεί υπέρ του δικαίου, των ανθρωπίνων δικαιωμάτων, της ελευθερίας και της δημοκρατίας και κατά της επεκτατικής και επιθετικής πολιτικής της Τουρκίας. Είναι η παρουσία του Γερουσιαστή Μενέντεζ στην προεδρία της Επιτροπής Εξωτερικών Σχέσεων της Γερουσίας που αποτρέπει αρκετές αρνητικές, για εμάς, εξελίξεις στο επίπεδο των σχέσεων ΗΠΑ-Τουρκίας και ενισχύει, παράλληλα, τις διμερείς σχέσεις της Κυπριακής Δημοκρατίας με τις ΗΠΑ. Σε ό,τι αφορά τον τρόπο με τον οποίο μιλούν κύπριοι πολιτικοί και το γεγονός ότι φτάσαμε στο σημείο να εντυπωσιαζόμαστε όταν ένας ξένος πολιτικός μιλά όπως μίλησε ο Γερουσιαστής Μενέντεζ, θα σχολιάσω πως αυτό είναι ένα ακόμα σημάδι των καιρών, της διολίσθησης στο Κυπριακό, των υποχωρήσεων και της βαρύτητας που δίνουν κάποια πρόσωπα σε παραπλανητικά «γλωσσάρια» και λόγια ωραιοποίησης ενός δήθεν «καλού κλίματος»… Και επειδή είμαι ένας άνθρωπος που λέω και γράφω τα πράγματα ως έχουν – άλλωστε τα άρθρα μου δημοσιεύονται σε αυτές ακριβώς τις σελίδες του Φιλελευθέρου – δικαιούμαι να συγχαρώ τον Γερουσιαστή Μενέντεζ για τον τρόπο με τον οποίο μίλησε και για την ορολογία την οποία χρησιμοποίησε. Οφείλουμε όλες και όλοι να χρησιμοποιούμε ορολογία και λέξεις που περιγράφουν την πραγματικότητα και όχι λέξεις που ωραιοποιούν την κατάσταση ή που παραπλανούν. Η παράνομη τουρκική κατοχή είναι παράνομη τουρκική κατοχή και ο αγώνας που διεξάγουμε είναι αγώνας απελευθέρωσης πρώτα και πάνω απ’ όλα. Οι όποιες «εκπτώσεις» στο τί λεν κάποιοι, οδηγούν με μαθηματική ακρίβεια σε «εκπτώσεις» στο τί κάνουν. Ας επιμένουμε, επομένως, στο να λέμε τα πράγματα ως έχουν. Και, ασφαλώς, να ενεργούμε αναλόγως.