Στον απόηχο της κοινής επίσκεψης του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη και του ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας, Ερσίν Τατάρ, στο ανθρωπολογικό εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους, πριν 10 ημέρες, της επίσκεψης του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη, στην Κύπρο, την περασμένη Δευτέρα, καθώς και ενόψει της ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τον ερχόμενο Σεπτέμβριο, είναι χρήσιμο να γίνει μια ψύχραιμη και ρεαλιστική αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης στο Κυπριακό.
Έχουν ήδη συμπληρωθεί 49 χρόνια από την πρώτη φάση της βάρβαρης τουρκικής εισβολής, του Ιουλίου του 1974, συμπληρώνονται σε λίγες μέρες τα ίδια χρόνια από τη δεύτερη φάση της, του Αυγούστου του 1974 και η τουρκική κατοχή του νησιού μας εξελίσσεται αδιάλειπτη και αδιάλλακτη, δυστυχώς, εδώ και σχεδόν μισό αιώνα.
Η αξιολόγηση της παρούσας κατάστασης στο Κυπριακό προϋποθέτει, κατά την άποψή μου, αξιολόγηση των προθέσεων των διαφόρων δρώντων στο εθνικό μας πρόβλημα.
Η αξιολόγηση των προθέσεων των διάφορων δρώντων θα πρέπει να αρχίσει με αξιολόγηση των προθέσεων της Τουρκίας, της χώρας που προκάλεσε το Κυπριακό, ως πρόβλημα εισβολής και κατοχής και που το κρατά άλυτο εδώ και 49 χρόνια. Η Τουρκία, λοιπόν, μετά από δεκαετίες αμετακίνητης και αδιάλλακτης θέσης, συνεχίζει να είναι αμετακίνητη και αδιάλλακτη σε ό,τι αφορά τις διάφορες επιμέρους πτυχές του Κυπριακού και, δυστυχώς, επιπρόσθετα, εμφανίζεται ακόμα πιο προκλητική και πιο επιθετική προβάλλοντας την απαίτηση για διχοτόμηση, μέσω της κυριαρχικής ισότητας ή της «λύσης των δύο κρατών». Με απλά λόγια, η Τουρκία, χωρίς να έχει προχωρήσει σε οποιαδήποτε ουσιαστική υποχώρηση αυτά τα 49 χρόνια και ενθαρρυμένη από την ανοχή – ή ακόμα και τη στήριξη – ισχυρών χωρών, αλλά και από την αδικαιολόγητη ουδετερότητα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, προβάλλει, πλέον, απροκάλυπτα, την επιδίωξή της για διχοτόμηση παραβιάζοντας όλες τις παραμέτρους και όλα τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, καθώς και όλες τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου, από το 1977 και έπειτα.
Η αξιολόγηση των προθέσεων της ηγεσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας, αν και έχει ενδιαφέρον, είναι, δυστυχώς, ήσσονος σημασίας λόγω της αδιαμφισβήτητης και διαχρονικής κυριαρχίας της εκάστοτε κυβέρνησης και του εκάστοτε Συμβουλίου Εθνικής Ασφαλείας της Τουρκίας στη χάραξη της πολιτικής της τουρκικής πλευράς στο Κυπριακό. Το ενδιαφέρον μιας τέτοιας αξιολόγησης πηγάζει από το γεγονός ότι, στο πρόσωπο του εκάστοτε ηγέτη της τουρκοκυπριακής κοινότητας «καθρεφτίζεται» η πρόθεση ή η προσδοκία των Τουρκοκυπρίων – και των εποίκων – που τον εκλέγουν μέσω των παράνομων εκλογών που διεξάγονται στα κατεχόμενα. Επί του παρόντος, επομένως, μόνο ως κακές αξιολογούνται οι προθέσεις της ηγεσίας της τουρκοκυπριακής κοινότητας και απολύτως ταυτισμένες με τις κακές προθέσεις της Τουρκίας.
Κάποιος θα μπορούσε να ισχυριστεί πως, με δεδομένη την αρνητική αξιολόγηση της τουρκικής πλευράς, η οποία είναι υπεύθυνη για την ύπαρξη και τη μη επίλυση του Κυπριακού, η αξιολόγηση των άλλων δρώντων στο Κυπριακό είναι άνευ σημασίας. Κάτι τέτοιο, όμως, δεν ισχύει.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ηγεσίας της ελληνοκυπριακής κοινότητας, ως των θυμάτων της τουρκικής εισβολής κατοχής, οι προθέσεις της Ελλάδας και του Ηνωμένου Βασιλείου, ως Εγγυητριών Δυνάμεων, οι προθέσεις των Ηνωμένων Εθνών, ως του διεθνούς οργανισμού που έχει την αιγίδα των διαπραγματεύσεων και τη διαχρονική, πρωταγωνιστική εμπλοκή στο Κυπριακό και, ασφαλώς, οι προθέσεις της Ευρωπαϊκής Ένωσης, ως της διεθνούς οντότητας εντός της οποίας βρίσκεται η Κυπριακή Δημοκρατία και θα βρίσκεται η μετεξέλιξή της σε περίπτωση λύσης, πρέπει να αξιολογούνται με την ίδια σοβαρότητα.
Οι προθέσεις της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας και της ηγεσίας της ελληνοκυπριακής κοινότητας, καθώς και της Ελλάδας, αλλά και της Ευρωπαϊκής Ένωσης, είναι σαφείς, καταγεγραμμένες, κατ’ επανάληψη, δημοσίως και επισήμως, απολύτως συμβατές με τις παραμέτρους και τα ψηφίσματα του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών, τις Συμφωνίες Υψηλού Επιπέδου και τις αρχές, τις αξίες και τους σκοπούς της Ευρωπαϊκής Ένωσης και, επιπρόσθετα, απολύτως συμβατές με τα συμφέροντα του συνόλου του κυπριακού λαού∙ Ελληνοκυπρίων, Τουρκοκυπρίων, Μαρωνιτών, Αρμένιων και Λατίνων. Και είναι, ομολογουμένως, εξοργιστικό, να αμφισβητούνται αυτές οι προθέσεις – στο εσωτερικό – και μάλιστα την ίδια περίοδο που η τουρκική πλευρά ενεργεί τόσο προκλητικά και τόσο εκτός των παραμέτρων του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και εκτός των όσων έχουν συμφωνηθεί κατά καιρούς από τους ηγέτες των δύο κοινοτήτων.
Ο Οργανισμός Ηνωμένων Εθνών και το Ηνωμένο Βασίλειο, δυστυχώς, δεν πείθουν για τις δικές τους προθέσεις και αυτή η πραγματικότητα συνθέτει τη δεύτερη μεγαλύτερη δυσκολία ενώπιόν μας, μετά την τουρκική αδιαλλαξία αυτή καθ’ αυτή. Ο μεν Γενικός Γραμματέας του Οργανισμού ανέχεται αδικαιολόγητα την επαναλαμβανόμενη και εξόφθαλμη τουρκική παραβίαση των ίδιων των παραμέτρων του σε σχέση με την επιδιωκόμενη λύση, το δε Υπουργείο Εξωτερικών του Ηνωμένου Βασιλείου επιστρατεύει την προσφιλή του, τάχατες εποικοδομητική, ασάφεια και αφήνει άπλετο χώρο βολιδοσκοπήσεων και συζητήσεων γύρω από την τουρκική αξίωση για διχοτόμηση μέσω της χωριστής κυριαρχίας ή της «λύσης δύο κρατών».
Εν έτει 2023, λοιπόν, μετά από 49 χρόνια τουρκικής κατοχής της Κύπρου, αναδεικνύεται ένα κυρίαρχο δίλημμα, το οποίο πρέπει να τίθεται από τα θύματα της εισβολής, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα, προς όλους τους δρώντες στο Κυπριακό, αλλά και προς κάθε άλλη ενδιαφερόμενη χώρα ή διεθνή θεσμό: Ένα κράτος ή δύο; Η επιδίωξη της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, της ηγεσίας της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας, της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σαφής: Ένα κράτος, ελεύθερο, απαλλαγμένο από την παράνομη τουρκική κατοχή, κανονικό. Και είναι και απόδειξη των καλών προθέσεών τους. Σε αντίθεση με τις κακές προθέσεις της Τουρκίας, που αξιώνει διχοτόμηση και τις ασαφείς προθέσεις του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών και του Ηνωμένου Βασιλείου.