Στο άρθρο μου της περασμένης Κυριακής, αξιολόγησα συνοπτικά τις προθέσεις των δρώντων στο Κυπριακό, στον απόηχο της κοινής επίσκεψης του Προέδρου της Δημοκρατίας, Νίκου Χριστοδουλίδη και του ηγέτη της Τουρκοκυπριακής Κοινότητας, Ερσίν Τατάρ, στο ανθρωπολογικό εργαστήριο της Διερευνητικής Επιτροπής για τους Αγνοούμενους, της επίσκεψης του Πρωθυπουργού της Ελλάδας, Κυριάκου Μητσοτάκη και ενόψει της Ετήσιας Γενικής Συνέλευσης του Οργανισμού Ηνωμένων Εθνών.
Οι προθέσεις των δρώντων στο Κυπριακό συνθέτουν σε κάποιο βαθμό και το ενδεχόμενο διαπραγματευτικό περιβάλλον μέσα στο οποίο θα εξελιχθούν οι διαπραγματεύσεις, σε περίπτωση επανέναρξής τους.
Είναι προφανές ότι, με δεδομένες τις καλές προθέσεις της, ορθώς η Ελληνοκυπριακή Κοινότητα επιθυμεί και επιδιώκει επανέναρξη των διαπραγματεύσεων. Άλλωστε, δεν υπάρχει άλλος τρόπος απελευθέρωσης της Κύπρου από την τουρκική κατοχή.
Το ίδιο προφανές, όμως, είναι και το ότι, με δεδομένες τις κακές προθέσεις της τουρκικής πλευράς, ενδεχόμενη επανέναρξη των διαπραγματεύσεων χωρίς να έχει ξεκαθαρίσει εκ των προτέρων ο επιδιωκόμενος στόχος, θα οδηγήσει σε ένα νέο αδιέξοδο. Όπως κατέληξα στο άρθρο μου την περασμένη Κυριακή, μετά από 49 χρόνια τουρκικής κατοχής της Κύπρου, αναδεικνύεται ένα κυρίαρχο δίλημμα, το οποίο πρέπει να τίθεται από τα θύματα της εισβολής, δηλαδή την Κυπριακή Δημοκρατία και την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα, προς όλους τους δρώντες στο Κυπριακό, αλλά και προς κάθε άλλη ενδιαφερόμενη χώρα ή διεθνή θεσμό: Ένα κράτος ή δύο; Η επιδίωξη της κυβέρνησης της Κυπριακής Δημοκρατίας, της ηγεσίας της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας, της Ελλάδας και της Ευρωπαϊκής Ένωσης είναι σαφής: Ένα κράτος, ελεύθερο, απαλλαγμένο από την παράνομη τουρκική κατοχή, κανονικό. Αντίθετα, όμως, η τουρκική πλευρά αξιώνει διχοτόμηση μέσω της κυριαρχικής ισότητας ή της «λύσης των δύο κρατών». Υπάρχει, όμως, διαπραγματευτικό τραπέζι που να «χωράει» αυτούς τους αντίθετους και αντιφατικούς στόχους; Η απάντηση είναι ότι δεν υπάρχει τέτοιο τραπέζι.
Επιπρόσθετα, η δεδηλωμένη – με κάθε τρόπο και σε κάθε ευκαιρία – αδιάλλακτη στάση της τουρκικής πλευράς επιβαρύνει ακόμα περισσότερο το ήδη ομιχλώδες διαπραγματευτικό περιβάλλον. Για να γίνει ευκόλως αντιληπτή αυτή η πραγματικότητα, αρκεί να αναρωτηθεί κανείς εάν υπάρχουν περιθώρια άλλων υποχωρήσεων της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας. Η απάντηση είναι πως δεν υπάρχουν.
Υπενθυμίζεται ότι, στο Κραν Μοντάνα, το 2017, ο τότε Πρόεδρος της Δημοκρατίας και ηγέτης της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας, Νίκος Αναστασιάδης, έδειξε διάθεση υποχωρήσεων στις πτυχές του Εδαφικού (συζητώντας αποδοχή του τουρκικού χάρτη με μικρή αναπροσαρμογή στην περιοχή της Μόρφου), του Περιουσιακού (συζητώντας αναγνώριση πρώτου λόγου στους παράνομους χρήστες των περιουσιών των προσφύγων), της Πολιτικής Ισότητας (συζητώντας βέτο σε όλους τους θεσμούς) και της λεγόμενης Ίσης Μεταχείρισης των Τούρκων υπηκόων (συζητώντας απρόσκοπτη είσοδο στην Κύπρο φοιτητών και εργαζομένων) και ανέμενε υποχώρηση της τουρκικής πλευράς στις πτυχές τις αποχώρησης του τουρκικού στρατού και της κατάργησης των εγγυήσεων. Η Τουρκία, όμως, όχι μόνο δεν υποχώρησε, αλλά ανέμενε αυτή, πρόσθετες υποχωρήσεις της Ελληνοκυπριακής Κοινότητας ακόμα και σε αυτές τις δύο πτυχές που ανησυχούν και φοβίζουν περισσότερο τους Ελληνοκύπριους, δηλαδή τις πτυχές της αποχώρησης του τουρκικού στρατού και της κατάργησης των εγγυήσεων. Και σαν να μην έφτανε αυτό, έκτοτε και εντονότερα την τελευταία τριετία, αξιώνει τη διχοτόμηση μέσω της κυριαρχικής ισότητας ή της «λύσης των δύο κρατών».
Όσοι, λοιπόν, καλούν να διανύσουμε το περιβόητο «τελευταίο μίλι» του Έσπεν Μπαρθ Άιντε, στην πραγματικότητα ζητούν από την Ελληνοκυπριακή Κοινότητα να υποχωρήσει στις πτυχές της αποχώρησης του τουρκικού στρατού και της κατάργησης των εγγυήσεων, χωρίς όμως να το παραδέχονται ευθέως.
Με αυτά, επομένως, τα δεδομένα, είναι αυτονόητο πως, όσο αναγκαίο είναι να επιδιώκεται η επανέναρξη των διαπραγματεύσεων, άλλο τόσο αναγκαίο είναι να επιδιώκεται, παράλληλα, η αλλαγή της τουρκικής στάσης. Και ο πιο προφανής τρόπος για επίτευξη μιας τέτοιας αλλαγής είναι η ενεργότερη εμπλοκή και αξιοποίηση της Ευρωπαϊκής Ένωσης, η οποία διαθέτει το αναγκαίο πολιτικό, διπλωματικό και οικονομικό εκτόπισμα απέναντι στην Τουρκία. Η άποψη πως η Ευρωπαϊκή Ένωση είναι απρόθυμη να ενεργήσει μέσα στο υπαρκτό, ρευστό και ψυχροπολεμικό περιβάλλον στο οποίο βρίσκεται πλέον ο πλανήτης, μετά τη ρωσική εισβολή στην Ουκρανία, υπονομεύει, ουσιαστικά, το ρόλο που η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να διαδραματίζει, έτσι κι αλλιώς, στην περιοχή, τόσο στο παρόν, όσο και μετά από μια ενδεχόμενη λύση. Όσο λανθασμένη επιλογή αποδείχτηκε πως ήταν το «φλερτ» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με τη Ρωσία του Πούτιν, άλλο τόσο λανθασμένη επιλογή θα αποδειχθεί το «φλερτ» της Ευρωπαϊκής Ένωσης με την Τουρκία.
Και καθώς οι υπόλοιπες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης δεν διαβλέπουν, ούτε νιώθουν, τον άμεσο κίνδυνο που η Κύπρος και η Ελλάδα βιώνουν, καθημερινώς, εξαιτίας της τουρκικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας, είναι καθήκον της Κύπρου και της Ελλάδας να αναδείξουν αυτή την πραγματικότητα, που εξελίσσεται στα νοτιοανατολικά σύνορα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Ο δε κίνδυνος εξαιτίας της ρωσικής επιθετικότητας και επεκτατικότητας στα βορειοανατολικά σύνορα της Ένωσης, είναι μια καλή αφορμή για ανάδειξη της εν λόγω πραγματικότητας. Είναι εύκολο; Ασφαλώς όχι.
Ουδέποτε ήταν εύκολο για μικρότερες χώρες να επιτύχουν γεωπολιτικούς, εθνικούς στόχους. Όμως, δεν είναι ακατόρθωτο. Η ίδια η σύγχρονη ιστορία της μικρής Κύπρου περιέχει παραδείγματα δύσκολων αλλά εφικτών στόχων, από την ίδρυση της Κυπριακής Δημοκρατίας (1960) μέχρι την ένταξή της στην Ευρωπαϊκή Ένωση (2004) και στην Ευρωζώνη (2008).