Το μεταναστευτικό ζήτημα είναι, αυτή τη στιγμή, ένα από τα πιο σύνθετα και δυσεπίλυτα ζητήματα, που απασχολούν το σύνολο των κοινωνιών και των κυβερνήσεων στις χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Σε κάποιες χώρες μάλιστα και ειδικότερα σε κάποιες περιοχές αυτών των χωρών, το Μεταναστευτικό κυριαρχεί στην καθημερινότητα των πολιτών, μονοπωλώντας το ενδιαφέρον των δημόσιων συζητήσεων.
Η μετανάστευση, ως κοινωνικό φαινόμενο, δεν είναι ασφαλώς κάτι καινούργιο. Από την εποχή που οι άνθρωποι απέκτησαν τη δυνατότητα να διανύουν μεγάλες αποστάσεις, είτε στην ξηρά, είτε στη θάλασσα, καταφεύγουν στη μετανάστευση, αναζητώντας ένα καινούργιο περιβάλλον για μεγαλύτερη ασφάλεια, καλύτερη ποιότητα ζωής και περισσότερες ευκαιρίες επιτυχίας, σε σύγκριση πάντα με το περιβάλλον στο οποίο γεννήθηκαν. Είναι επομένως προφανές, ότι η μετανάστευση, ως φαινόμενο, ουδέποτε σταμάτησε τους τελευταίους αιώνες∙ απλώς αλλάζει αφετηρίες, προορισμούς και συνθήκες μέσα στις οποίες εξελίσσεται. Για παράδειγμα, ενώ πριν 100 ή 150 χρόνια η Ευρώπη ήταν μια κύρια αφετηρία και οι Ηνωμένες Πολιτείες ο πλέον δημοφιλής προορισμός, τα τελευταία χρόνια έγινε η Ευρώπη δημοφιλής προορισμός, για υπηκόους χωρών της Μέσης Ανατολής, της Ασίας, ή της Αφρικής, που στο παρελθόν δυσκολεύονταν να μεταναστεύσουν και, αν τελικά τα κατάφερναν, επέλεγαν πρωτίστως τις Ηνωμένες Πολιτείες.
Οι αιτίες της μετανάστευσης είναι διαχρονικά οι ίδιες: Πόλεμοι, αιματηρές συγκρούσεις, προσφυγιά, μεγάλη φτώχεια, αυξημένη ανασφάλεια και επικίνδυνο φυσικό περιβάλλον, είναι οι βασικοί λόγοι για τους οποίους ένας άνθρωπος, ή μια οικογένεια, επιλέγει τη μετανάστευση. Ίδιες όμως, είναι διαχρονικά και οι μέθοδοι διαχείρισης της μετανάστευσης: Οι χώρες-προορισμοί, αξιοποιούν τους μετανάστες ως φθηνό εργατικό δυναμικό, καθώς, λόγω της φτώχειας και της απόγνωσης, είναι πρόθυμοι να εργαστούν σε οποιαδήποτε δουλειά, με οποιοδήποτε μεροκάματο. Παράλληλα, αναλόγως των κοινωνιών των χωρών-προορισμών, της οικονομικής ευμάρειας σε αυτές τις κοινωνίες, καθώς και της συνάφειας σε πολιτισμικό και θρησκευτικό επίπεδο, εξελίσσεται η αφομοίωση και κοινωνική ανέλιξη των μεταναστών στις κοινωνίες αυτές, που όμως χρειάζεται πολλά χρόνια για να ολοκληρωθεί και καλύπτει δύο, ή ακόμα και τρεις, γενεές.
Η πιο πάνω συνοπτική περιγραφή του φαινομένου της μετανάστευσης, ίσως να μοιάζει κάπως θεωρητική, ή και ιδανική, σήμερα, αν αναλογιστεί κανείς ότι στην Ευρωπαϊκή Ένωση και κυρίως στις χώρες που συνορεύουν ή γειτνιάζουν με τη Μέση Ανατολή, την Αφρική και την Ασία, όπως η Ελλάδα και η Κύπρος, η κατάσταση είναι αρκετά διαφορετική. Επιπρόσθετα και αναπόφευκτα, η οικονομική κρίση, που μαστίζει τις χώρες μας τα τελευταία χρόνια, καθιστά τέτοιες καταστάσεις ακόμα πιο δύσκολες και πιο σύνθετες.
Δύο είναι, κατά την άποψή μου, οι λόγοι για τους οποίους η κατάσταση είναι διαφορετική στις χώρες της νοτιοανατολικής Ευρώπης, όπως η Κύπρος και η Ελλάδα:
Όσο η Ευρωπαϊκή Ένωση αρνείται να βοηθήσει αποτελεσματικά και όσο η Ελλάδα και η Κύπρος δεν βελτιώνουν τους μηχανισμούς αξιολόγησης των αιτήσεων και επαναπατρισμού όσων πρέπει να επαναπατριστούν, άλλο τόσο η Τουρκία θα εντείνει την προκλητική στάση της και θα αποκτά πρόσθετη διαπραγματευτική ισχύ έναντι της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Είναι για αυτό το λόγο, που η Ευρωπαϊκή Ένωση οφείλει να χειριστεί το ζήτημα, ως ζήτημα που αφορά όλες τις χώρες της. Με αυτή την προσέγγιση, είναι εφικτή η αναλογική απορρόφηση των μεταναστών με τρόπο που να βοηθά, τόσο τις χώρες, όσο και τους μετανάστες. Με 445 εκατομμύρια πληθυσμό και μερικά εκατομμύρια τετραγωνικά χιλιόμετρα έκταση, η Ευρωπαϊκή Ένωση, ως το σύνολο ΟΛΩΝ των χωρών της, θα μπορούσε να απορροφήσει παραγωγικά τους μετανάστες και να εξουδετερώσει ανέξοδα τον τουρκικό εκβιασμό.